- εσύ
- (ΑΜ σύ Α και επικ. τύπος τύνη, λακων. τούνη, δωρ. τύ, βοιωτ. τού)προσ. αντων. β' προσ.νεοελλ.1. η ονομαστική χρησιμοποιείται κυρίως για έμφαση ή αντιδιαστολή («εσύ τό λες αυτό, κανείς άλλος»)2. οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται πάντοτε με ρήμα («εσένα τό λέω»)3. οι εγκλιτ. τύποι σου και σας χρησιμοποιούνται και με ονόματα στη θέση κτητικής αντωνυμίας (α. «ο γιος σου» β. «τα βιβλία σας»)4. διαλεκτικώς αντί τού τύπου σου τής γεν. και δοτ. ενικού χρησιμοποιείται ο τύπος σε (α. «σέ τό λέγω καθαρά» β. «δεν σέ τό δίνω»)5. ο τύπος σαςόταν συνεκφέρεται: α) με αόρ. αντων. ή αριθμτ. απόλυτα, έχει έννοια επιμεριστική («ο καθένας σας» — καθένας από εσάς)β) με απόλυτα αριθμτ. και το επίθ. όλος χρησιμοποιείται με έμφαση αντί τής ονομαστικής σεις («όλοι σας» — εσείς όλοι)6. φρ. «συ είπας» — λέγεται ως σχετλιαστική επιβεβαίωση γι' αυτόν που ασυναίσθητα ξεστόμισε έναν λόγο μειωτικό συνήθως για τον εαυτό τουαρχ.1. σύνθετο με το εγκλιτ. μόριο γε δηλώνει επίταση ή βεβαίωση («σύ γε»)2. σύνθετο με το περ δηλώνει βεβαίωση («σύπερ»)3. (στον πεζό λόγο κυρίως τού Ηροδ.) το συ συντασσόμενο με απρμφ. χρησιμοποιείται αντί προστακτικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. -αττ. τ. συ (δωρ. τυ) αντιστοιχεί σε λατ. tu, γερμ. du, λιθ. tu και ανάγεται σε IE *tu «εσύ». Το αρχικό σύμφωνο είναι προϊόν αναλογίας προς τους τ. τών πλάγ. πτώσεων: σου, σοι, σε. Ο ομηρ. τ. τύνη είναι παρεκτεταμένος σε -νη (πρβλ. εγώ-νη και νεοελλ. εμέ-να, εμέ-νανε κ.τ.ό.). Η αιτ. σε (δωρ. τε) προήλθε από τ. τFε, ο οποίος μαρτυρείται στην κρητική διάλεκτο (πρβλ. αρχ. ινδ. tvā) και ανάγεται σε IE *twe «σε, εσένα», ενώ η δοτ. σοι ανάγεται σε IE* twoi. Και στις δύο περιπτώσεις (αιτ., δοτ.) το αρχικό *tw- έχει συριστικοποιηθεί (*tw- > *σσ- > σ-) στην ιων.-αττ. (πρβλ. και σείω < IE *tweis-), εν αντιθέσει προς τους δωρ. τ. τε, τοι, που ανάγονται σε *te, *toi, δηλ. χωρίς -w-. Τέλος, όλοι οι τύποι τής γενικής αττ. σού, δωρ. τεῦ, τέο (κατά το εμέο), ομηρ. σείο, σευ —ανάγονται σε ΙΕ *twesyo. Ο νεοελληνικός τ. ε-σύ (αντί συ) προήλθε αναλογικά προς το ε- τού εγώ. Η δε αιτ. ε-σέ-ν-α > ε-σέ-ν, με παρέκταση σε -ν κατά τους μεταγενέστερους χρόνους, όταν αυτό ήταν χαρακτηριστικό ληκτικό σύμφωνο τής αιτ. εν. ακόμη και τών τριτόκλιτων ουσιαστικών (πρβλ. τον πατέρα-ν). Ο τ. εσέ-ν < αρχ. σε, με αρχικό ε- αναλογικό προς το ε- τού ε-γώ (ε-με) και με υστερογενή παρέκταση τού τ. σε -α (εσέν-α) αναλογικά προς την αιτ. ενικού σε -α τών ουσιαστικών μετά τη σίγηση τού ληκτικού -ν (π.χ. τον ταμίαν > τον ταμί-α αλλά και τον πατέραν > τον πατέρ-α). Ο σπανιότερος εξάλλου τ. εσένα-νε σχηματίστηκε αναλογικά προς τους ήδη παρεκτεταμένους αντωνυμικούς τ. εκείνον-ε, τούτον-ε. Σημειωτέον δε, τέλος, ότι την ίδια ακριβώς και παράλληλη χρονικώς εξέλιξη παρουσιάζει και η αιτ. εμένα / εμένανε, ήτοι: εμένα / εμένανε < ε-μέν < με].
Dictionary of Greek. 2013.